αλίπαστα

αλίπαστα
Τα προϊόντα που έχουν παστωθεί και μπορούν να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνήθως, με τη λέξη α. εννοούμε τα διατηρημένα κρέατα και ψάρια. Α. όμως μπορεί να είναι και άλλα προϊόντα (δέρματα ζώων, βούτυρο, λαχανικά κλπ.). Η συντήρηση με αλάτι είναι γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους. Για την αλιπάστωση του κρέατος, π.χ., τοποθετούνται μικρά κομμάτια μέσα σε ξύλινα βαρέλια με άφθονο χοντρό αλάτι ή βυθίζονται τα κομμάτια σε πυκνό διάλυμα άλμης. Η διατηρητική ικανότητα του αλατιού οφείλεται στις αντισηπτικές και κυρίως στις αφυδατικές ιδιότητές του. Επειδή με τη χρησιμοποίηση αλατιού αποχρωματίζονται οι ζωικοί ιστοί, συνήθως προστίθεται μικρή ποσότητα νίτρου για να διατηρηθεί το χρώμα του κρέατος. Με ανάλογο τρόπο παρασκευάζονται και τα α. ψάρια (βακαλάος, σαρδέλες, σκουμπριά, λακέρδα κλπ.). Τα α. κρέατα και ψάρια χάνουν μέρος της θρεπτικής τους αξίας και είναι δύσπεπτα. Η αλιπάστωση, με την υιοθέτηση των νέων μεθόδων συντήρησης των τροφίμων (κονσερβοποίηση, ψύξη κλπ.), προοδευτικά εγκαταλείπεται. Αποξήρανση αλατισμένου μπακαλιάρου στη λιμνοθάλασσα Αβέιρου της επαρχίας Μπέιρα Λιτοράλ στην Πορτογαλία, που φημίζεται για τα αλίπαστά της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁλίπαστα — ἁλίπαστος sprinkled with salt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβγοτάραχο — Ονομασία των ταριχευμένων αβγών του ψαριού κέφαλος, που ανήκει στην οικογένεια των μουχιλιδών. Το α. προέρχεται από τον θηλυκό κέφαλο, τον γνωστό ως μπάφα, και είναι περιζήτητο. Για την παραγωγή α. χαράσσεται με προσοχή η κοιλιά της μπάφας,… …   Dictionary of Greek

  • κορδύλειος — κορδύλειος, εία, ον (Α) [κορδύλη] κατασκευασμένος από το είδος τόν(ν)ου σκορδύλη* («κορδύλεια ταρίχη» αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • παλαμίδα — (pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους… …   Dictionary of Greek

  • αλίπαστος — η, ο αυτός που διατηρείται αφού παστωθεί με αλάτι: Τα περισσότερα αλίπαστα είναι ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαράτα — τα παστά ψάρια, αλίπαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”